αλυσμός

αλυσμός
ο και άλυσις -έως, η (Α ἀλυσμός)
(ιδιαίτερα για ασθενείς) στενοχώρια, δυσφορία, ανησυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσμώδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀλυσμός — anguish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυσμοί — ἀλυσμός anguish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυσμῷ — ἀλυσμός anguish masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυσμόν — ἀλυσμός anguish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυσις — ἄλυσις ( εως), η (Α) [ἀλύω] βλ. αλυσμός …   Dictionary of Greek

  • αλυσμώδης — ἀλυσμώδης, ες (Α) [ἀλυσμός] ανήσυχος, ταραγμένος …   Dictionary of Greek

  • αλυχή — ἀλυχή, η (Α) «αλυσμός», αδημονία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συγγενής ετυμολογικά με το ρήμα ἀλύω* «είμαι ταραγμένος»] …   Dictionary of Greek

  • αλύκη — Βλ. λ. αλάτι. * * * ἀλύκη, η (Α) [ἀλύω] ο αλυσμός* …   Dictionary of Greek

  • αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”